- κεφαλιακός
- -ή, -ότο ουδ. ως ουσ. το κεφαλιακότο πρώτο κρασί που βγαίνει από πρόσφατα ανοιγμένο βαρέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -ιακός (πρβλ. θεμελ-ιακός, μοναστηρ-ιακός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek